ΓΕΩΛΟΓΙΑ - ΜΟΡΦΟΛΟΓΙΑ

"Το σπήλαιο των Λιμνών, που παλαιότερα ονομαζόταν Τρουπίσιο, βρίσκεται σε υψόμετρο 827 μέτρων και απέχει 17 χιλιόμετρα από τα Καλάβρυτα και 9 χλμ. από την Κλειτορία".


Σταλακτίτες και διαδοχικές λίμνες στο δεύτερο τμήμα του σπηλαίου

Ο επαρχιακός δρόμος Καλαβρύτων - Κλειτορίας περνάει μερικά μόνο μέτρα μακριά από την τεχνητή είσοδο του σπηλαίου και ακριβώς μπροστά από την φυσική.

Η φυσική είσοδος είναι ευρύχωρη (3,50 μ. ύψος και 6,50 μ. πλάτος) και εντυ­πωσιακή, ώστε δεν πρέπει να έμενε απαρατήρητη από τους περαστικούς. Σ' αυτό το στοιχείο, αν προσθέσουμε και τον προσανατολισμό της, μπορούμε εύκολα να συμπεράνουμε γιατί, ο πρώτος τουλάχιστον θάλαμος, χρησιμοποι­ήθηκε από τον άνθρωπο για τόσο μεγάλες χρονικές περιόδους, από την προϊ­στορία ως τους ιστορικούς χρόνους.

«Το σπήλαιο των Λιμνών», όπως λέγεται πλέον, εντυπωσιάζει ακόμη και με το όνομά του τον αναγνώστη.

Για τον θεατή η εντύπωση είναι ισχυρότερη και αξέχαστη. Λίμνες στο εσωτε­ρικό ενός σπηλαίου δεν είναι κάτι συνηθισμένο, ούτε παγκόσμια ούτε για τον Ελλαδικό χώρο, όπου αποτελεί μοναδικό γεωλογικό φαινόμενο. Εδώ τα νερά πλημμυρίζουν, καμιά φορά, το χειμώνα και μένουν στάσιμα τις άλλες εποχές, στις 13 κλιμακωτές λίμνες. Σχετικά πρόσφατες πλημμύρες ανα­φέρονται, στις διηγήσεις των χωρικών, για το 1922 και το 1940, ύστερα από καταρρακτώδεις βροχοπτώσεις.

Το σπήλαιο, σύμφωνα με τους γεωλόγους, έχει διανοιχτεί, εν μέρει, μέσα στους Κρητιδικούς ασβεστόλιθους της γεωτεκτονικής ενότητας της Τρίπολης και, εν μέρει, μέσα στους ανωκρητιδικούς, λεπτοπλακώδεις ασβεστόλιθους της ενότητας της Πίνδου. Η ανάπτυξή του έχει γίνει κατά μήκος ρήγματος, με ΒΔ διεύθυνση και η γενική μορφολογία του είναι ανάλογη, έχει δηλαδή ανα­λογικά πολύ μικρό πλάτος και μεγάλο ύψος οροφής.

Από υδρολογική άποψη, το σπήλαιο μπορεί να χωριστεί σε τέσσερα τμήματα, αρχίζοντας από την φυσική είσοδο, που βρίσκεται 83 μ. χαμηλότερα από το ψηλότερο επίπεδο του σπηλαίου.

Το πρώτο τμήμα είναι ξηρό, έχει μήκος 80 μ. περίπου και το δάπεδο του εί­ναι οριζόντιο, καλυμμένο από παχύ στρώμα ερυθράς γης. Το τμήμα αυτό, όπου έγιναν οι ανασκαφές, διακόπτεται από μικρό ρήγμα και δεν επικοινωνεί με το δεύτερο, εξ αιτίας υψομετρικής διαφοράς. Το δεύτερο τμήμα έχει μήκος 700 μ. περίπου, με κύριο χαρακτηρι­στικό τις διαδοχικές λίμνες, οι οποίες δημιουργήθηκαν στο δάπεδο λόγω των ιδιόμορφων ανθρακικών σχηματισμών, που εμποδίζουν τη συνεχή ροή του νερού. Το τμήμα αυτό, που μπορεί να χαρακτη­ριστεί μορφολογικά και υδρολογικά ενεργό, χαρακτηρίζεται από πλούσιο λιθωματικό διάκοσμο στην οροφή.

Το τρίτο και μεγαλύτερο τμήμα με μήκος που ξεπερνά το ένα χι­λιόμετρο, έχει έντονες κατακρημνίσεις, παλαιότερες και πρόσφα­τες, οι οποίες, σύμφωνα με τις επιστημονικές μελέτες, το απομόνω­σαν υδρολογικά από το προηγούμενο τμήμα των λιμνών αλλά και από το επόμενο μικρό, τέταρτο τμήμα, μήκους 50 μ., όπου ξανα­βρίσκουμε και πάλι τις λεκάνες με την υδατοσυλλογή (γκουρ). Το νερό στο σπήλαιο προέρχεται από έντονη σταγονορροή σε πε­ρίοδο μεγάλων βροχοπτώσεων, αλλά και κατά ένα μέρος από την καταβόθρα του Απανώκαμπου, η οποία βρίσκεται ψηλότερα και σε απόσταση 4 χιλιομέτρων. Ωστόσο, κατά τις προϊστορικές περιό­δους, είναι πολύ πιθανόν τα νερά της καταβόθρας, που τροφοδο­τούσαν το σπήλαιο, να άλλαζαν κατεύθυνση κατά εποχές, και έτσι εξηγούνται τα μεγάλα διαστήματα κατά τα οποία το σπήλαιο ήταν σχεδόν στεγνό.

Το συνολικό μήκος του σπηλαίου είναι περίπου 2 χλμ. και το σχήμα του οφιοειδές.